αλλεργία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> (Βιολ. -Ιατρ.)<br />[[αντίδραση]] υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>2.</b> [[αποστροφή]], [[αηδία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργία</i> <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>allergy</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> (Βιολ. -Ιατρ.)<br />[[αντίδραση]] υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>2.</b> [[αποστροφή]], [[αηδία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργία</i> πρβλ. αγγλ. <i>allergy</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].