αλλήλων: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλήλων]] (ΑΜ)<br />([[αλληλοπαθής]] [[αντωνυμία]] σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, [[δίχως]] ονομαστική<br />δηλώνει αμοιβαία [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)<br />ο [[ένας]] τον άλλον, ο [[ένας]] στον άλλον, ο [[ένας]] [[προς]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. [[άλλος]]. Από αρχικό [[ἄλλος]] ἄλλοιιν</i> &GT; <i>ἀλλοαλλοιιν</i> &GT; <i>ἀλλάλλ</i>- (με [[κράση]] ή με [[έκταση]] του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με [[απλοποίηση]] του δεύτερου -<i>λ</i>- <i>ἀλλάλ</i>-, <i>ἀλλήλ</i>-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: <i>ἀλλᾶ</i>-<i>ἄλλᾶν</i> ή ουδετέρου: '<i>ἄλλα</i>-<i>ἄλλα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλληλίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αλλήλως]]].
|mltxt=[[ἀλλήλων]] (ΑΜ)<br />([[αλληλοπαθής]] [[αντωνυμία]] σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, [[δίχως]] ονομαστική<br />δηλώνει αμοιβαία [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)<br />ο [[ένας]] τον άλλον, ο [[ένας]] στον άλλον, ο [[ένας]] [[προς]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. [[άλλος]]. Από αρχικό [[ἄλλος]] ἄλλοιιν</i> > <i>ἀλλοαλλοιιν</i> > <i>ἀλλάλλ</i>- (με [[κράση]] ή με [[έκταση]] του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με [[απλοποίηση]] του δεύτερου -<i>λ</i>- <i>ἀλλάλ</i>-, <i>ἀλλήλ</i>-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: <i>ἀλλᾶ</i>-<i>ἄλλᾶν</i> ή ουδετέρου: '<i>ἄλλα</i>-<i>ἄλλα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλληλίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αλλήλως]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλλήλων (ΑΜ)
(αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική
δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)
ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. άλλος. Από αρχικό ἄλλος ἄλλοιιν > ἀλλοαλλοιιν > ἀλλάλλ- (με κράση ή με έκταση του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με απλοποίηση του δεύτερου -λ- ἀλλάλ-, ἀλλήλ-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: ἀλλᾶ-ἄλλᾶν ή ουδετέρου: 'ἄλλα-ἄλλα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλίζω
μσν.- νεοελλ.
αλλήλως].