αλληλόμορφα: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή άλληλα ή αλληλικά, τα<br />(εννοείται γονίδια) <b>(Βιολ.)</b><br />εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την [[ίδια]] [[θέση]] (<i>genelocus</i>) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που [[είναι]] φορείς του κληρονομικού υλικού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ή άλληλα ή αλληλικά, τα<br />(εννοείται γονίδια) <b>(Βιολ.)</b><br />εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την [[ίδια]] [[θέση]] (<i>genelocus</i>) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που [[είναι]] φορείς του κληρονομικού υλικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]], πρβλ. αγγλ. <i>allelomorphs</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:13, 29 December 2020
Greek Monolingual
ή άλληλα ή αλληλικά, τα
(εννοείται γονίδια) (Βιολ.)
εναλλασσόμενες μορφές τών γονιδίων, που κατέχουν την ίδια θέση (genelocus) στα ομόλογα χρωματοσώματα, δηλ. στα κυτταρικά οργανίδια που είναι φορείς του κληρονομικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αλληλο- + μορφή, πρβλ. αγγλ. allelomorphs].