αλληλοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλληλοκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα στον πληθυντικό) <i>οἱ ἀλληλοκτόνοι</i><br />αυτοί που φονεύουν ο [[ένας]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλληλοκτόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα στον πληθυντικό) <i>οἱ ἀλληλοκτόνοι</i><br />αυτοί που φονεύουν ο [[ένας]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλληλοκτονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀλληλοκτονῶ</i> >]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:13, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλληλοκτόνος, -ον (Α)
1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή
2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι
αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -κτόνος < κτείνω < α.
ΠΑΡ. ἀλληλοκτονία
αρχ.
ἀλληλοκτονῶ >].