αμαξάκι: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρή [[άμαξα]], μικρό [[αμάξι]]<br /><b>2.</b> χειροκίνητο [[αμάξι]], [[επάνω]] στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, [[καρότσι]], [[καροτσάκι]]<br /><b>3.</b> παιδικό [[παιχνίδι]], [[ομοίωμα]] άμαξας<br /><b>4.</b> το [[κάθισμα]] που [[είναι]] προσαρτημένο [[δίπλα]] σε [[μοτοσυκλέτα]] ([[διεθνής]] [[ονομασία]] σάιντ-καρ).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br /><b>1.</b> μικρή [[άμαξα]], μικρό [[αμάξι]]<br /><b>2.</b> χειροκίνητο [[αμάξι]], [[επάνω]] στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, [[καρότσι]], [[καροτσάκι]]<br /><b>3.</b> παιδικό [[παιχνίδι]], [[ομοίωμα]] άμαξας<br /><b>4.</b> το [[κάθισμα]] που [[είναι]] προσαρτημένο [[δίπλα]] σε [[μοτοσυκλέτα]] ([[διεθνής]] [[ονομασία]] σάιντ-καρ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Υποκορ. του ουσ. [[άμαξα]] ή [[αμάξι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι
2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι
3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας
4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ-καρ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποκορ. του ουσ. άμαξα ή αμάξι].