αμελιά: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αναμελιά]] και ανεμελιά<br />[[έλλειψη]] φροντίδας ή προσοχής, [[αμέλεια]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]]<br />ο χαρακτηριζόμενος από [[αμελιά]], αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άμελος]]<br />ο τ. [[αναμελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ανάμελος]], ο δε τ. <i>ανεμελιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανέμελος]], παράλλ. τ. του επιθ. [[άμελος]]].
|mltxt=και [[αναμελιά]] και ανεμελιά<br />[[έλλειψη]] φροντίδας ή προσοχής, [[αμέλεια]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]]<br />ο χαρακτηριζόμενος από [[αμελιά]], αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άμελος]]<br />ο τ. [[αναμελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ανάμελος]], ο δε τ. <i>ανεμελιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανέμελος]], παράλλ. τ. του επιθ. [[άμελος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].