αμοιβάς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμοιβάς]], η (Α) [[ἀμοιβή]]<br />αυτή που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], η εναλλασσόμενη με κάποια [[άλλη]]<br />«ἀμοιβὰς [[χλαῖνα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμοιβή]]<br />[[ιδιόρρυθμος]] τ. θηλ. του [[ἀμοιβαῖος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοιβάδιος]], [[ἀμοιβάζω]], <i>ἀμοιβαδίζω</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμοιβαδής</i>].
|mltxt=[[ἀμοιβάς]], η (Α) [[ἀμοιβή]]<br />αυτή που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], η εναλλασσόμενη με κάποια [[άλλη]]<br />«ἀμοιβὰς [[χλαῖνα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμοιβή]]<br />[[ιδιόρρυθμος]] τ. θηλ. του [[ἀμοιβαῖος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμοιβάδιος]], [[ἀμοιβάζω]], <i>ἀμοιβαδίζω</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμοιβαδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμοιβάς, η (Α) ἀμοιβή
αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη
«ἀμοιβὰς χλαῖνα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμοιβή
ιδιόρρυθμος τ. θηλ. του ἀμοιβαῖος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω
μσν.
ἀμοιβαδής].