αμφικέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφικέφαλος]], -ον (ΑΜ) [[κεφαλή]]<br />[[δικέφαλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο θέσεις για το [[κεφάλι]], όπως το [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> (για [[κρεβάτι]]) αυτό που έχει [[προσκέφαλο]] και στις δύο πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν ([[επειδή]] έχει εξογκώσεις στα δύο [[άκρα]] του).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:32, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφικέφαλος, -ον (ΑΜ) κεφαλή
δικέφαλος
μσν.
1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο
2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές
αρχ.
φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει εξογκώσεις στα δύο άκρα του).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀμφι- + -κέφαλος < κεφαλή.