καλλιχέλωνος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallichelonos
|Transliteration C=kallichelonos
|Beta Code=kallixe/lwnos
|Beta Code=kallixe/lwnos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a beautiful tortoise on it]], ὀβολός <span class="bibl">Eup.141</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a beautiful tortoise on it]], ὀβολός <span class="bibl">Eup.141</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιχέλωνος Medium diacritics: καλλιχέλωνος Low diacritics: καλλιχέλωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: kallichélōnos Transliteration B: kallichelōnos Transliteration C: kallichelonos Beta Code: kallixe/lwnos

English (LSJ)

ον, A with a beautiful tortoise on it, ὀβολός Eup.141.

German (Pape)

[Seite 1311] mit einer schönen Schildkröte, ὀβολός, vom Gepräge, Eupol. bei Poll. 9, 74.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιχέλωνος: -ον, «καλλιχέλωνος· ὁ ὀβολός. εἶχε γὰρ τὸ νόμισμα χελώνη ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) Πολυδ. Θ΄, 74, πρβλ. χελώνη VI, Müller Aegin. σ. 95.

Greek Monolingual

καλλιχέλωνος, -ον (Α)
(για οβολό) αυτός που έχει ωραία απεικόνιση χελώνας.