κατεγνυπωμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kategnypomenos
|Transliteration C=kategnypomenos
|Beta Code=kategnupwme/nws
|Beta Code=kategnupwme/nws
|Definition=Adv., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[καταγνυπόομαι]].</span>
|Definition=Adv., <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[καταγνυπόομαι]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγνῡπωμένως Medium diacritics: κατεγνυπωμένως Low diacritics: κατεγνυπωμένως Capitals: ΚΑΤΕΓΝΥΠΩΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kategnypōménōs Transliteration B: kategnypōmenōs Transliteration C: kategnypomenos Beta Code: kategnupwme/nws

English (LSJ)

Adv., A v. καταγνυπόομαι.

German (Pape)

[Seite 1393] feig, Menand. bei Phot. Vgl. καταγνυπόω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγνῡπωμένως: Ἐπίρρ. ἴδε ἐν λ. καταγνυπόω, νωθρῶς, ἀνάνδρως.

Greek Monolingual

κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)- + -γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές του γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες του Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].

Russian (Dvoretsky)

κατεγνυπωμένως: adv. трусливо, малодушно Men.