καψικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapsikos
|Transliteration C=kapsikos
|Beta Code=kayiko/s
|Beta Code=kayiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like a box]], κάρνον <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>241.7</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a box]], κάρνον <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span>241.7</span> (iii A.D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με [[κάψα]], με [[θήκη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καψικό</i><br />α) το [[φυτό]] [[πιπεριά]]<br />β) το σφοδρό [[ψύχος]] που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η [[παγωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (I). Με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II)].
|mltxt=-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με [[κάψα]], με [[θήκη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καψικό</i><br />α) το [[φυτό]] [[πιπεριά]]<br />β) το σφοδρό [[ψύχος]] που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η [[παγωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (I). Με τη σημ. 2. <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καψικός Medium diacritics: καψικός Low diacritics: καψικός Capitals: ΚΑΨΙΚΟΣ
Transliteration A: kapsikós Transliteration B: kapsikos Transliteration C: kapsikos Beta Code: kayiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A like a box, κάρνον PFlor.241.7 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη
2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό
α) το φυτό πιπεριά
β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)].