κρατέρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krateroma | |Transliteration C=krateroma | ||
|Beta Code=krate/rwma | |Beta Code=krate/rwma | ||
|Definition=<*>ος, τό, kind of <span class="sense"> | |Definition=<*>ος, τό, kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bronze]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:00, 30 December 2020
English (LSJ)
<*>ος, τό, kind of A bronze, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].