μεσόδομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesodomos
|Transliteration C=mesodomos
|Beta Code=meso/domos
|Beta Code=meso/domos
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κατῆλιψ]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>574</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κατῆλιψ]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>574</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ναυτ.</b> [[αίθουσα]] πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως [[εντευκτήριο]] και [[εστιατόριο]] τών κατώτερων αξιωματικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].<br /> <b>(II)</b><br />[[μεσόδομος]], η (Α)<br />[[κλίμακα]], [[σκάλα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ναυτ.</b> [[αίθουσα]] πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως [[εντευκτήριο]] και [[εστιατόριο]] τών κατώτερων αξιωματικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].<br /> <b>(II)</b><br />[[μεσόδομος]], η (Α)<br />[[κλίμακα]], [[σκάλα]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόδομος Medium diacritics: μεσόδομος Low diacritics: μεσόδομος Capitals: ΜΕΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: mesódomos Transliteration B: mesodomos Transliteration C: mesodomos Beta Code: meso/domos

English (LSJ)

ἡ, A = κατῆλιψ, Sch.Ar.Ra.574.

Greek Monolingual

(I)
ο
ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου].
(II)
μεσόδομος, η (Α)
κλίμακα, σκάλα.