παλαιμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palaimosyni
|Transliteration C=palaimosyni
|Beta Code=palaimosu/nh
|Beta Code=palaimosu/nh
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[παλαισμοσύνη]].</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[παλαισμοσύνη]].</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιμοσύνη Medium diacritics: παλαιμοσύνη Low diacritics: παλαιμοσύνη Capitals: ΠΑΛΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: palaimosýnē Transliteration B: palaimosynē Transliteration C: palaimosyni Beta Code: palaimosu/nh

English (LSJ)

A v. παλαισμοσύνη.

Greek Monolingual

παλαιμοσύνη και παλαισμοσύνη, ἡ (Α)
η τέχνη του παλαιστή, η πάλη («πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαίμων (ΙΙ) + κατάλ. -σύνη, ενώ κατ' άλλους το ουσ. παράγεται απευθείας από το ρ. παλαίω (πρβλ. ιππο-σύνη, τοξο-σύνη)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιμοσύνη: ἡ = παλαισμοσύνη.