τρυφάλη: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tryfali | |Transliteration C=tryfali | ||
|Beta Code=trufa/lh | |Beta Code=trufa/lh | ||
|Definition=<b class="b3">περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους</b>, Hsch. τρυφαλίς, <span class="sense"> | |Definition=<b class="b3">περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους</b>, Hsch. τρυφαλίς, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[τροφαλίς]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:30, 31 December 2020
English (LSJ)
περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς, A v. τροφαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].