χαλκίνδα: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkinda
|Transliteration C=chalkinda
|Beta Code=xalki/nda
|Beta Code=xalki/nda
|Definition=[[παίζειν]] to play <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[the game]] [[χαλκισμός]], Id.</span>
|Definition=[[παίζειν]] to play <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the game]] [[χαλκισμός]], Id.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίνδᾰ Medium diacritics: χαλκίνδα Low diacritics: χαλκίνδα Capitals: ΧΑΛΚΙΝΔΑ
Transliteration A: chalkínda Transliteration B: chalkinda Transliteration C: chalkinda Beta Code: xalki/nda

English (LSJ)

παίζειν to play A the game χαλκισμός, Id.

German (Pape)

[Seite 1330] παίζειν, ein Spiel mit einer Kupfermünze spielen, s. χαλκισμός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίνδᾰ: (παίζειν), «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες ήταν υποχρεωμένοι να συγκρατήσουν όρθιο ανάμεσα στα δάχτυλά τους χάλκινο νόμισμα, το οποίο είχαν ρίξει ψηλά με τρόπο ώστε να περιστρέφεται στον αέρα, αλλ. χαλκισμός
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἑλκυστ-ίνδα, φαιν-ίνδα)].