ἐπιπληκτικός: Difference between revisions
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipliktikos | |Transliteration C=epipliktikos | ||
|Beta Code=e)piplhktiko/s | |Beta Code=e)piplhktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[given to rebuking]], <span class="bibl">D.L.4.63</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">D.S. 17.114</span>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>967</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 1 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, A given to rebuking, D.L.4.63. Adv. -κῶς D.S. 17.114, Sch.E.Med.967.
German (Pape)
[Seite 970] ή, όν, zum Strafen, Tadeln geneigt; Schol. Soph. Tr. 446; D. L. 4, 63; Clem. Al.; adv., D. Sic. 17, 114.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπληκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπιπλήττῃ, δεινῶς τε ἦν ἐπιπληκτικὸς Διογ. Λ. 4. 63, Κλήμ. Ἀλ. 144. - Ἐπίρρ. -κῶς, γράψαι πρὸς αὐτὴν ἐπιπληκτικῶς Διόδ. 17. 114.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιπληκτικός, -ή, -όν) επιπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο»)
αρχ.
αυτός που του αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος.
επίρρ...
επιπληκτικώς και -ά
με τρόπο ή ύφος επιπληκτικό, με λόγια που έχουν τον χαρακτήρα επιπλήξεως, μομφής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπληκτικός: склонный к порицанию, придирчивый Diog. L.