μάματα: Difference between revisions
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mamata | |Transliteration C=mamata | ||
|Beta Code=ma/mata | |Beta Code=ma/mata | ||
|Definition= | |Definition=[[ποιήματα]], [[βρώματα]], Hsch.; cf. [[μάμματα]]. μαματίδες· [[ἀναδενδράδες]] (Dolopian), Id. μαμάτραι· <b class="b3">οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς</b>, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for <b class="b3">μὴ ἀμελεῖν</b>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:33, 1 January 2021
English (LSJ)
ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. μαματίδες· ἀναδενδράδες (Dolopian), Id. μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν.
Greek Monolingual
μάματα και μάμματα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάματα
ποιήματα, βρώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. μάγματα (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα βρω-ματα (sch. Pl. Alc. 1, 118e).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for μάγματα (to μάσσω knead).
Frisk Etymology German
μάματα: {mámata}
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα· βρώματα (Sch. Pl. Alk. 1, 118e).
Etymology : Nach v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (dor.-makedon.) für μάγματα (zu μάσσω kneten).
Page 2,168