πριστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b class="b2">*Geom</b>" to "''*Geom''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pristikos
|Transliteration C=pristikos
|Beta Code=pristiko/s
|Beta Code=pristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for sawing]], ξύλον Hero <b class="b2">*Geom</b>.4.10; τέχνη <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>296.8</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for sawing]], ξύλον Hero ''*Geom''.4.10; τέχνη <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>296.8</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο [[πριόνισμα]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>- <b>βλ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καυσ</i>-<i>τικός</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο [[πριόνισμα]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>- <b>βλ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καυσ</i>-<i>τικός</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:50, 4 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστικός Medium diacritics: πριστικός Low diacritics: πριστικός Capitals: ΠΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pristikós Transliteration B: pristikos Transliteration C: pristikos Beta Code: pristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for sawing, ξύλον Hero *Geom.4.10; τέχνη Eustr.in EN296.8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυσ-τικός)].