μονοσήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von <b class="b2">einer</b> Bedeutung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von [[einer]] Bedeutung.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:05, 6 January 2021

German (Pape)

[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)
(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη
νεοελλ.
(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].