σανιδώδης: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰνῐδώδης''': -ες, [[[εἶδος]]] πλατὺς ὡς [[σανίς]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.
|lstext='''σᾰνῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πλατὺς ὡς [[σανίς]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:50, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνιδώδης Medium diacritics: σανιδώδης Low diacritics: σανιδώδης Capitals: ΣΑΝΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: sanidṓdēs Transliteration B: sanidōdēs Transliteration C: sanidodis Beta Code: sanidw/dhs

English (LSJ)

ες, A like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.

German (Pape)

[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδώδης: -ες, (εἶδος) πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.

Greek Monolingual

-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνῐδώδης: имеющий вид доски Plut.