δίκταμνο: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(9)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και δίκταμος και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])].
|mltxt=και [[δίκταμο]] και [[δίχταμο]], το και [[δίκταμος]] και [[δίχταμος]], ο (AM [[δίκταμνον]], το και [[δίκταμνος]], η)<br />το θεραπευτικό [[φυτό]] <i>αμάρακον dictamnum</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. <span style="color: red;"><</span> <i>Δίκτη</i>, [[ονομασία]] κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το <i>δίκταμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i><br /><i>το</i> [[επίθημα]] -<i>αμ</i>(<i>ν</i>)<i>ο</i> πιθ. [[είναι]] αιγαιακής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[σφένδαμνος]], [[κάρδαμον]])].
}}
}}

Revision as of 21:09, 14 January 2021

Greek Monolingual

και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].