πολύκλαδος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyklados | |Transliteration C=polyklados | ||
|Beta Code=polu/klados | |Beta Code=polu/klados | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[πολυκλαδής]] ([[with many branches]]), Thphr. ''HP'' 1.3.1, Dsc. 1.97, Gal. 14.66. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:32, 22 January 2021
English (LSJ)
ον, = πολυκλαδής (with many branches), Thphr. HP 1.3.1, Dsc. 1.97, Gal. 14.66.
German (Pape)
[Seite 664] vielästig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 1· οὕτω, πολυκλαδής, ές, αὐτόθι 1. 5. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκλαδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλάδος (< κλάδος), πρβλ. ολιγό-κλαδος].