Σαρδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Σαρδόνιος
|Medium diacritics=Σαρδόνιος
|Low diacritics=Σαρδόνιος
|Capitals=ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ
|Transliteration A=Sardónios
|Transliteration B=Sardonios
|Transliteration C=Sardonios
|Beta Code=*sardo/nios
|Definition=v. sub [[Σαρδώ]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; [[οἱ]] Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; [[οἱ]] Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].

Revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδόνιος Medium diacritics: Σαρδόνιος Low diacritics: Σαρδόνιος Capitals: ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Sardónios Transliteration B: Sardonios Transliteration C: Sardonios Beta Code: *sardo/nios

English (LSJ)

v. sub Σαρδώ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.

Greek Monolingual

και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.

English (Woodhouse)

Sardinian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)