θειόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(16)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θειόδαμος
|Medium diacritics=θειόδαμος
|Low diacritics=θειόδαμος
|Capitals=ΘΕΙΟΔΑΜΟΣ
|Transliteration A=theiódamos
|Transliteration B=theiodamos
|Transliteration C=theiodamos
|Beta Code=qeio/damos
|Definition=v. [[θειοδάμη]].
}}


{{Slater
{{Slater

Revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόδαμος Medium diacritics: θειόδαμος Low diacritics: θειόδαμος Capitals: ΘΕΙΟΔΑΜΟΣ
Transliteration A: theiódamos Transliteration B: theiodamos Transliteration C: theiodamos Beta Code: qeio/damos

English (LSJ)

v. θειοδάμη.


English (Slater)

θειόδαμος ?
   nbsp;1 god compelled ]πατρὸς ἑοῖο[ ]θειόδαμον[ ]πέφνε Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.

Greek Monolingual

θειόδαμος, -άμη, -ον (Α)
1. αυτός που δαμάζει τους θεούς
2. το θηλ. θειοδάμη
επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό-δαμος, ιππό-δαμος].