κνίκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(20) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κνίκος | |||
|Medium diacritics=κνίκος | |||
|Low diacritics=κνίκος | |||
|Capitals=ΚΝΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=kníkos | |||
|Transliteration B=knikos | |||
|Transliteration C=knikos | |||
|Beta Code=kni/kos | |||
|Definition=v. [[κνῆκος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />(Α [[κνίκος]] και κνῑκος, η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει μόνον το [[είδος]] Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή [[καρδοσάντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆκος]]]. | |mltxt=ο<br />(Α [[κνίκος]] και κνῑκος, η)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] και περιλαμβάνει μόνον το [[είδος]] Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή [[καρδοσάντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κνῆκος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κνῆκος.
Greek Monolingual
ο
(Α κνίκος και κνῑκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].