σπέργουλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(2b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=σπέργουλος | |||
|Medium diacritics=σπέργουλος | |||
|Low diacritics=σπέργουλος | |||
|Capitals=ΣΠΕΡΓΟΥΛΟΣ | |||
|Transliteration A=spérgoulos | |||
|Transliteration B=spergoulos | |||
|Transliteration C=spergoulos | |||
|Beta Code=spe/rgoulos | |||
|Definition=[[ὀρνιθάριον]] [[ἄγριον]], Hsch. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπέργουλος''': ὁ, μικρὸν πτηνόν [[στρουθίον]], «[[ὀρνιθάριον]] ἄγριον» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβεκ. Παθ. 24. | |lstext='''σπέργουλος''': ὁ, μικρὸν πτηνόν [[στρουθίον]], «[[ὀρνιθάριον]] ἄγριον» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβεκ. Παθ. 24. |
Latest revision as of 10:44, 31 January 2021
English (LSJ)
ὀρνιθάριον ἄγριον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σπέργουλος: ὁ, μικρὸν πτηνόν στρουθίον, «ὀρνιθάριον ἄγριον» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβεκ. Παθ. 24.
Greek Monolingual
και πέργουλος ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρνιθάριον ἄγριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέργουλος / πέργουλος είναι παρλλ. τ. της λ. σποργίλος και προήλθε πιθ. από έναν δωρ. τ. σπεργ-ύλος, όπου η κατάλ. προφέρθηκε ως -ουλος].
Frisk Etymological English
See also: s. σποργίλος