βοσπόρειος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(7)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=βοσπόρειος
|Medium diacritics=βοσπόρειος
|Low diacritics=βοσπόρειος
|Capitals=ΒΟΣΠΟΡΕΙΟΣ
|Transliteration A=bospóreios
|Transliteration B=bosporeios
|Transliteration C=vosporeios
|Beta Code=bospo/reios
|Definition=ον, v. [[βόσπορος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[βοσπόρειος]] και βοσπόριος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.
|mltxt=-α, -ο (AM [[βοσπόρειος]] και βοσπόριος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσπόρειος Medium diacritics: βοσπόρειος Low diacritics: βοσπόρειος Capitals: ΒΟΣΠΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: bospóreios Transliteration B: bosporeios Transliteration C: vosporeios Beta Code: bospo/reios

English (LSJ)

ον, v. βόσπορος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.