κορινθιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κορινθιάζομαι | |||
|Medium diacritics=κορινθιάζομαι | |||
|Low diacritics=κορινθιάζομαι | |||
|Capitals=ΚΟΡΙΝΘΙΑΖΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=korinthiázomai | |||
|Transliteration B=korinthiazomai | |||
|Transliteration C=korinthiazomai | |||
|Beta Code=korinqia/zomai | |||
|Definition=[[practise fornication]], because Corinth was famous for its courtesans, Ar. ''Fr.'' 354; — ''Act.'' in Hsch. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορινθιάζομαι]] (Α) [[κορίνθιος]]<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]], όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[μαστροπός]]<br /><b>3.</b> καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες. | |mltxt=[[κορινθιάζομαι]] (Α) [[κορίνθιος]]<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]], όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[μαστροπός]]<br /><b>3.</b> καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες. |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar. Fr. 354; — Act. in Hsch.
Greek Monolingual
κορινθιάζομαι (Α) κορίνθιος
1. ασκώ το επάγγελμα της πόρνης, όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου
2. είμαι μαστροπός
3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.
Russian (Dvoretsky)
κορινθιάζομαι: жить по-коринфски, т. е. распутничать Arph.