κατάπνοος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» [[Πολυδ]]. Α, 240.
|lstext='''κατάπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπνοος Medium diacritics: κατάπνοος Low diacritics: κατάπνοος Capitals: ΚΑΤΑΠΝΟΟΣ
Transliteration A: katápnoos Transliteration B: katapnoos Transliteration C: katapnoos Beta Code: kata/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. κατάπνους, -ουν, blown upon, Poll. 1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] angeweht, angehaucht, Poll. 1, 240.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, καταπνεόμενος, φυσώμενος, διαπνεόμενος, «εὔπνους, κατάπνους» Πολυδ. Α, 240.