καύστρα: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_9)
m (LSJ2 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καύστρα
|Medium diacritics=καύστρα
|Low diacritics=καύστρα
|Capitals=ΚΑΥΣΤΡΑ
|Transliteration A=kaústra
|Transliteration B=kaustra
|Transliteration C=kafstra
|Beta Code=kau/stra
|Definition=ἡ, [[place where corpses were burnt]], Str. 5.3.8, CIG 2942 (Tralles), ''Gloss.''
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καύστρα''': ἡ, [[τόπος]] [[ἔνθα]] πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ [[καύστρα]].
|lstext='''καύστρα''': ἡ, [[τόπος]] [[ἔνθα]] πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ [[καύστρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καύστρα]], ἡ (ΑΜ) [[καίω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτή που καίει<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῦ [[περίβολος]]», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύστρα Medium diacritics: καύστρα Low diacritics: καύστρα Capitals: ΚΑΥΣΤΡΑ
Transliteration A: kaústra Transliteration B: kaustra Transliteration C: kafstra Beta Code: kau/stra

English (LSJ)

ἡ, place where corpses were burnt, Str. 5.3.8, CIG 2942 (Tralles), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1408] ἡ, Ort, wo man Leichen verbrennt, bustum, Strab. V, 236.

Greek (Liddell-Scott)

καύστρα: ἡ, τόπος ἔνθα πτώματα ἐκαίοντο, Λατ. ustrina, bustum, Στράβ. 236, Συλλ. Ἐπιγρ. 2942· καὶ τὸν κεραυνὸν ἐξηγεῖται ὁ Ἡσύχ. διὰ τοῦ καύστρα.

Greek Monolingual

καύστρα, ἡ (ΑΜ) καίω
μσν.
αυτή που καίει
αρχ.
τόπος όπου καίγονταν τα πτώματα («ἐν μέσῳ δὲ τῷ πεδίῳ ὁ τῆς καύστρας αὐτοῦ περίβολος», Στράβ.).