ημερονύκτιο: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(16) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ημερόνυκτο | |mltxt=[[ημερονύκτιο]] και [[ημερονύχτιο]], [[ημερόνυκτο]], [[μερόνυχτο]], [[μερονύχτι]], [[νυχτοήμερο]], [[νυχθήμερο]], το (AM [[ἡμερονύκτιον]], Μ και [[μερονύκτιον]] και [[μερονύκτιν]] και [[μερονύκτι]] και [[ημερόνυκτον]])<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] μιας μέρας και μιας νύχτας, το [[εικοσιτετράωρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθέτου [[ημερονύκτιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 12 February 2021
Greek Monolingual
ημερονύκτιο και ημερονύχτιο, ημερόνυκτο, μερόνυχτο, μερονύχτι, νυχτοήμερο, νυχθήμερο, το (AM ἡμερονύκτιον, Μ και μερονύκτιον και μερονύκτιν και μερονύκτι και ημερόνυκτον)
το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το εικοσιτετράωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθέτου ημερονύκτιος].