νυχθήμερο
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Greek Monolingual
ημερονύκτιο και ημερονύχτιο, ημερόνυκτο, μερόνυχτο, μερονύχτι, νυχτοήμερο, νυχθήμερο, το (AM ἡμερονύκτιον, Μ και μερονύκτιον και μερονύκτιν και μερονύκτι και ημερόνυκτον)
το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το εικοσιτετράωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθέτου ημερονύκτιος].