ημερονύκτιο
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
ημερονύκτιο και ημερονύχτιο, ημερόνυκτο, μερόνυχτο, μερονύχτι, νυχτοήμερο, νυχθήμερο, το (AM ἡμερονύκτιον, Μ και μερονύκτιον και μερονύκτιν και μερονύκτι και ημερόνυκτον)
το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το εικοσιτετράωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθέτου ημερονύκτιος].