στρεψαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />(το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) <i>ό | |mltxt=-αία, -ον, Α<br />(το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) <i>ό στρεψαῖος</i><br />στροφαῖος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρέψις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γραψ</i>-<i>αῖος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
= στροφαῖος, Ar.Fr.123 (perh. a pr. n.).
Greek (Liddell-Scott)
στρεψαῖος: ὁ, ἴδε στροφαῖος.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ό στρεψαῖος
στροφαῖος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέψις + κατάλ. -αῖος (πρβλ. γραψ-αῖος)].