μολπαῖος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=μολπαῖος, -ον (Α) [[μολπή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μολπή]], [[αρμονικός]], [[μελωδικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μολπαῖος:''' певучий ([[ἀοιδή]] Anth.). | |elrutext='''μολπαῖος:''' певучий ([[ἀοιδή]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
ον, A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.
German (Pape)
[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).
Greek (Liddell-Scott)
μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.
Greek Monolingual
μολπαῖος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.
Russian (Dvoretsky)
μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).