φιλορώμαιος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῑος, -αία, -ον, Α<br />αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Ῥωμαῖος]]].
|mltxt=-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῖος, -αία, -ον, Α<br />αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Ῥωμαῖος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλορώμαιος:''' ὁ друг или приверженец римлян Plut.
|elrutext='''φιλορώμαιος:''' ὁ друг или приверженец римлян Plut.
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλορώμαιος Medium diacritics: φιλορώμαιος Low diacritics: φιλορώμαιος Capitals: ΦΙΛΟΡΩΜΑΙΟΣ
Transliteration A: philorṓmaios Transliteration B: philorōmaios Transliteration C: filoromaios Beta Code: filorw/maios

English (LSJ)

α, ον, A a friend to the Romans, SIG804.12 (Cos, i A. D.), IPE2.34.8 (Panticapaeum, iii A. D.), Str.14.2.5, Plu.Crass. 21, etc. The accent φιλορωμαῖος, found in EM396.45, etc., is condemned by Hdn.Gr.1.133 (φιλορρώμαιος occurs as v. l. in codd.).

German (Pape)

[Seite 1284] die Römer liebend, Römerfreund, Plut. Crass. 21, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλορώμαιος: -α, -ον, ὁ φιλῶν τοὺς Ρωμαίους, φίλος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2108b c, 2122 κἑξ., Στράβ. 652, Πλούτ., κλπ. Ὁ τονισμὸς φῐλορωμαῖος, ἀπαντῶν ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 396, 45, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ἐν σ. 43, 9., 86 13· ἡ κατὰ τὴν γραμματ. ἀναλογίαν γραφὴ φιλορρώμαιος δὲν ἀπαντᾷ τοσοῦτον συχνάκις ὅσον ἡ διὰ τοῦ ἁπλοῦ ρ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 328.

Greek Monolingual

-αία, -ον, και φιλορ- (ρ)ωμαῖος, -αία, -ον, Α
αυτός που αγαπά τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ῥωμαῖος].

Russian (Dvoretsky)

φιλορώμαιος: ὁ друг или приверженец римлян Plut.