ιδιότητα: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(17) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰδιότης]]) | |mltxt=η (ΑΜ [[ἰδιότης]]) [[ίδιος]] (Ι)<br />το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] [[κάθε]] προσώπου ή πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <i>οι ιδιότητες</i><br />τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα [[πέρα]] και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη [[συνείδηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η διαφορετική ύπαρξη, η [[ιδιαιτερότητα]]<br /><b>2.</b> [[συγγένεια]], [[σχέση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 20 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰδιότης) ίδιος (Ι)
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
στον πληθ. (φιλοσ.) οι ιδιότητες
τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση
αρχ.
1. η διαφορετική ύπαρξη, η ιδιαιτερότητα
2. συγγένεια, σχέση.