κοπρεαίος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(21) |
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρεαίος]], ο (Α)<br />(ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]]) [[βρομερός]], [[αηδής]], [[σιχαμένος]], [[κοπρίτης]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν | |mltxt=[[κοπρεαίος]], ο (Α)<br />(ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]]) [[βρομερός]], [[αηδής]], [[σιχαμένος]], [[κοπρίτης]] («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι). Η κατάλ. -<i>εαίος</i> [[είναι]] [[επινόηση]] του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:43, 25 March 2021
Greek Monolingual
κοπρεαίος, ο (Α)
(ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. -εαίος είναι επινόηση του Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους].