οφειλέτης: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(30) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφειλέτης]], Α θηλ. [[ὀφειλέτις]], -ιδος)<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει, που χρωστά, [[ιδίως]] χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που οφείλει σε κάποιον [[ευγνωμοσύνη]] ή [[κάτι]] [[άλλο]] σχετικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε [[παροχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφείλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>επ</i>-[[έτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 25 March 2021
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)
1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῑς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό
νεοελλ.
(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επ-έτης)].