υστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(44)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῑς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 18:13, 25 March 2021

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).