επιζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(13)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιζεύγνυμι]] και επιζευγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] στην άνω [[πλευρά]] («τοὺς [[κίονας]] τοῑς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[σφιχτά]]<br /><b>3.</b> [[δένω]] (τον [[ζυγό]])<br /><b>4.</b> [[συνάπτω]]<br /><b>5.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ έπεζευγμένον</i><br />η [[ελάσσων]] [[πρόταση]] του διαζευκτικού συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»].
|mltxt=[[ἐπιζεύγνυμι]] και επιζευγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] στην άνω [[πλευρά]] («τοὺς [[κίονας]] τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[σφιχτά]]<br /><b>3.</b> [[δένω]] (τον [[ζυγό]])<br /><b>4.</b> [[συνάπτω]]<br /><b>5.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ έπεζευγμένον</i><br />η [[ελάσσων]] [[πρόταση]] του διαζευκτικού συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 25 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α)
1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.)
2. δένω σφιχτά
3. δένω (τον ζυγό)
4. συνάπτω
5. περιλαμβάνω, περικλείω
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον
η ελάσσων πρόταση του διαζευκτικού συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζεύγνυμι «ζεύω»].