επιζεύγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(13) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιζεύγνυμι]] και επιζευγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] στην άνω [[πλευρά]] («τοὺς [[κίονας]] | |mltxt=[[ἐπιζεύγνυμι]] και επιζευγνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] στην άνω [[πλευρά]] («τοὺς [[κίονας]] τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δένω]] [[σφιχτά]]<br /><b>3.</b> [[δένω]] (τον [[ζυγό]])<br /><b>4.</b> [[συνάπτω]]<br /><b>5.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ έπεζευγμένον</i><br />η [[ελάσσων]] [[πρόταση]] του διαζευκτικού συλλογισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 25 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α)
1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῖς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.)
2. δένω σφιχτά
3. δένω (τον ζυγό)
4. συνάπτω
5. περιλαμβάνω, περικλείω
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον
η ελάσσων πρόταση του διαζευκτικού συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζεύγνυμι «ζεύω»].