ελάσσων
Greek Monolingual
και ελάττων -ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, -ον)
1. μικρότερος, λιγότερος
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο
3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό
4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος
5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη φήμη σχετικά με κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. φρ. «ο ελάσσων όρος» (σε συλλογισμό)
αυτός που χρησιμεύει ως υποκείμενο του συμπεράσματος
2. φρ. «ελάσσων πρόταση» — η πρόταση που περιέχει ελάσσονα όρο
(αρχ))
1. το αρσ. ως ουσ. «οἱ ἐλάσσονες» — οι κοινωνικά κατώτεροι, η λαϊκή τάξη
2. φρ. α) «τίθεμαι, ἡγοῦμαι, ποιοῦμαι περὶ ἐλάσσονος» — θεωρώ κατώτερο, μικρότερης σημασίας ή αξίας
β) «ἐλάσσων γίγνομαι τῶν σιτίων» — παίρνω μικρότερη ποσότητα από την κανονική
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἔλασσον
λιγότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττικός τύπος ελάττων < ελαχύς + επίθημα -jων (πρβλ. κρείττων). Ο τ. ελάσσων, με συρριστικοποίηση τών δύο -τ-. Το μακρό -ᾱ- του τύπου είναι υστερογενές].