εισποιώ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(10) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εἰσποιῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υιοθετώ]]<br /><b>2.</b> [[εισάγω]]<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> (για πρόσ. με γεν.) [[παίρνω]] [[μαζί]] μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν»)<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[κατατάσσω]] σε [[τάξη]], τον [[κάνω]] να καταλέγεται («τὸ [[τάχος]] (τὴν τίγριν) εἰσποιεῑ | |mltxt=εἰσποιῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υιοθετώ]]<br /><b>2.</b> [[εισάγω]]<br /><b>3.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> (για πρόσ. με γεν.) [[παίρνω]] [[μαζί]] μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν»)<br /><b>5.</b> (με δοτ.) [[κατατάσσω]] σε [[τάξη]], τον [[κάνω]] να καταλέγεται («τὸ [[τάχος]] (τὴν τίγριν) εἰσποιεῑ τοῖς ἀνέμοις»)<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]], [[τραβώ]] [[προς]] τη [[μεριά]] μου<br /><b>7.</b> [[συνενώνω]]<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] [[σπίτι]] μου. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
Greek Monolingual
εἰσποιῶ (-έω) (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ
2. εισάγω
3. αποδίδω σε κάποιον
4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν»)
5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τον κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν) εἰσποιεῑ τοῖς ἀνέμοις»)
6. παρασύρω, τραβώ προς τη μεριά μου
7. συνενώνω
8. δέχομαι σπίτι μου.