χάση: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(46)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[χάσις]], -εως, ΝΜ<br />η [[περίοδος]] της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η [[χάση]] του φεγγαριού» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα [[σελήνη]]<br />β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῡ φεγγαριοῡ ἔτυχεν ὁ [[καιρός]] μας», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στη [[χάση]] και τη [[φέξη]]» — πολύ σπάνια, αραιά και πού<br /><b>2.</b> «[[χάση]] κόσμου» — [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[θεομηνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>/-<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φέξ</i>-<i>η</i>)].
|mltxt=η / [[χάσις]], -εως, ΝΜ<br />η [[περίοδος]] της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η [[χάση]] του φεγγαριού» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από την πανσέληνο [[μέχρι]] τη νέα [[σελήνη]]<br />β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῡ ἔτυχεν ὁ [[καιρός]] μας», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στη [[χάση]] και τη [[φέξη]]» — πολύ σπάνια, αραιά και πού<br /><b>2.</b> «[[χάση]] κόσμου» — [[μεγάλη]] [[καταστροφή]], [[θεομηνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>χασ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>/-<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φέξ</i>-<i>η</i>)].
}}
}}

Revision as of 18:47, 25 March 2021

Greek Monolingual

η / χάσις, -εως, ΝΜ
η περίοδος της βαθμιαίας ελάττωσης του φωτεινού δίσκου της σελήνης (α. «η χάση του φεγγαριού» — το χρονικό διάστημα από την πανσέληνο μέχρι τη νέα σελήνη
β. «'ς τὴν χάσιν δὲ τοῦ φεγγαριοῡ ἔτυχεν ὁ καιρός μας», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «στη χάση και τη φέξη» — πολύ σπάνια, αραιά και πού
2. «χάση κόσμου» — μεγάλη καταστροφή, θεομηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του αορ. έ-χασ-α του ρ. χάνω + κατάλ. -η/-ις (πρβλ. φέξ-η)].