εφικνούμαι: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῡμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῡμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
|mltxt=ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῦμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω
2. φθάνω
3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι
4. επαρκώ, φθάνω
5. επεκτείνομαι
6. πλησιάζω, προσεγγίζω
7. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)
8. ανέρχομαι σε κάποιο αξίωμα
9. (με απρμφ.) είμαι ικανός
10. επιτυγχάνω κάποιο σκοπό
11. (για δηλητήριο) προσβάλλω ζωτικό σημείο, είμαι αποτελεσματικός
12. επέρχομαι, φθάνω κάποιον
13. (με αιτ.) αρμόζω σε κάτι
14. φρ. «ἐφικνοῦμαι πληγάς τινα» — πλήττω, κτυπώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].