ευθυμώ: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐθυμῶ, -έω) [[εύθυμος]]<br />[[είμαι]] [[εύθυμος]], βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη [[κατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε [[ελαφρά]] [[μέθη]] («ήπιε λίγο [[κρασί]] και ευθύμησε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χαίρομαι]]<br /><b>2.</b> [[ξενοιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον εύθυμο, [[προκαλώ]] [[ευθυμία]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>εὐθυμοῡμαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ευθυμία]] («ἐδειπνοποιοῡντό τε καὶ ηὐθυμοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθυμῶ [[περί]] τινος, ἔv τινι, ἐπί τινι» — [[διατηρώ]] την [[ψυχραιμία]] μου, τη [[γαλήνη]] της ψυχής μου.
|mltxt=(ΑΜ εὐθυμῶ, -έω) [[εύθυμος]]<br />[[είμαι]] [[εύθυμος]], βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη [[κατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />βρίσκομαι σε [[ελαφρά]] [[μέθη]] («ήπιε λίγο [[κρασί]] και ευθύμησε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χαίρομαι]]<br /><b>2.</b> [[ξενοιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον εύθυμο, [[προκαλώ]] [[ευθυμία]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>εὐθυμοῦμαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ευθυμία]] («ἐδειπνοποιοῡντό τε καὶ ηὐθυμοῡντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐθυμῶ [[περί]] τινος, ἔv τινι, ἐπί τινι» — [[διατηρώ]] την [[ψυχραιμία]] μου, τη [[γαλήνη]] της ψυχής μου.
}}
}}

Revision as of 16:29, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐθυμῶ, -έω) εύθυμος
είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση
νεοελλ.
βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε»)
μσν.
1. χαίρομαι
2. ξενοιάζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον
2. παθ. εὐθυμοῦμαι
βρίσκομαι σε ευθυμία («ἐδειπνοποιοῡντό τε καὶ ηὐθυμοῡντο», Ξεν.)
3. φρ. «εὐθυμῶ περί τινος, ἔv τινι, ἐπί τινι» — διατηρώ την ψυχραιμία μου, τη γαλήνη της ψυχής μου.