διομολογώ: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(9)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διομολογῶ (-έω) (AM) [[ομολογώ]]<br />[[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]], [[κλείνω]] [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αναγνωρίζω]] πλήρως, [[ομολογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-οῡμαι) [[συμφωνώ]] με κάποιον σ' ένα [[ζήτημα]].
|mltxt=διομολογῶ (-έω) (AM) [[ομολογώ]]<br />[[συμφωνώ]], [[συγκατανεύω]], [[κλείνω]] [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αναγνωρίζω]] πλήρως, [[ομολογώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(-οῦμαι) [[συμφωνώ]] με κάποιον σ' ένα [[ζήτημα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:29, 26 March 2021

Greek Monolingual

διομολογῶ (-έω) (AM) ομολογώ
συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία
αρχ.-μσν.
αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ
αρχ.
(-οῦμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.