διομολογώ

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

διομολογῶ (-έω) (AM) ομολογώ
συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία
αρχ.-μσν.
αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ
αρχ.
(-οῦμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.