διομολογώ

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

διομολογῶ (-έω) (AM) ομολογώ
συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία
αρχ.-μσν.
αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ
αρχ.
(-οῦμαι) συμφωνώ με κάποιον σ' ένα ζήτημα.