καταδουλώ: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καταδουλῶ, -όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [[κατάδουλος]]<br />[[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] κάποιον αιχμάλωτο, [[σκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] ως σκλάβο<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]]<br /><b>4.</b> (για ερωτικό [[πάθος]]) [[κάνω]] κάποιον δικό μου, υποχείριό μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[υποδουλώνω]] τον νου<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] το [[πνεύμα]]<br /><b>3.</b> (και μέσ.) <i> | |mltxt=καταδουλῶ, -όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [[κατάδουλος]]<br />[[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] κάποιον αιχμάλωτο, [[σκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] ως σκλάβο<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]]<br /><b>4.</b> (για ερωτικό [[πάθος]]) [[κάνω]] κάποιον δικό μου, υποχείριό μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[υποδουλώνω]] τον νου<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]] το [[πνεύμα]]<br /><b>3.</b> (και μέσ.) <i>καταδουλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον δούλο μου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
καταδουλῶ, -όω (AM, Μ και καταδουλώνω) κατάδουλος
υποδουλώνω, υποτάσσω
μσν.
1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω
2. κρατώ ως σκλάβο
3. συγκρατώ
4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου
αρχ.
1. μτφ. υποδουλώνω τον νου
2. καταστρέφω το πνεύμα
3. (και μέσ.) καταδουλοῦμαι, -όομαι
κάνω κάποιον δούλο μου.